- ἵμερος
- ῑμερος1 longing τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι (sc. Πέλοπα),
δαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
c. gen., (δένδρεα)τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν φυτεῦσαι O. 3.32
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
c. gen., (δένδρεα)τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν φυτεῦσαι O. 3.32
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἵμερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
ίμερος — ο 1. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. 2. ερωτικό πάθος: Τον κατέλαβε ίμερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἵμερος — ἵ̱μερος , ἵμερος longing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμέρω — Ἵμερος masc nom/voc/acc dual Ἵμερος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гимерос — (Ίμερος) олицетворение страстного желания в теогонии древних греков. Он вместе с Эротом участвует в свите Афродиты. Статуя Г. произведение Скопаса, стояла перед храмом Афродиты в Мегарах … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ГИМЕР — • Ίμερος, см. Άφροδίτη, Афродита, 1; и Έρως, Эрос, в конце … Реальный словарь классических древностей
Ἱμέροις — Ἵμερος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμέροισι — Ἵμερος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμέρου — Ἵμερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱμέρους — Ἵμερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)